падатисѧ — ПАДА|ТИСѦ (28), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. 1. Падать: падают бо сѧ ˫ако листьвие. (πίπτουσι) ФСт XIV/XV, 137б; и домѹ камѧнѹ хотѧщю сѧ пасти, многа ѿ стѣнъ и ѿ верхъ падаю(т)сѧ (προπίπτειν) Пч н. XV (1), 127. 2. Преступать правила, закон; впадать в грех … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
πτώμα — το / πτῶμα, ΝΜΑ το ανθρώπινο σώμα μετά την επέλευση τού θανάτου (α. «οι δρόμοι είχαν γεμίσει πτώματα» β. «ὅπου γὰρ ἐὰν ᾖ τὸ πτῶμα, ἐκεῑ συναχθήσονται οἱ ἀετοί», Π. Δ. γ. «Ἑλένης πτῶμ , ἰδὼν ἐν αἵματι» Ευρ.) νεοελλ. μτφ. άνθρωπος εξαντλημένος… … Dictionary of Greek
σταγόνα — η / σταγών, όνος, ΝΜΑ 1. ελάχιστη ποσότητα υγρού ή ρευστού που κρέμεται και κατόπιν πέφτει προς τα κάτω ή επικάθεται σε μια επιφάνεια, στάλα (α. «χοντρές σταγόνες κυλούσαν στα μαγουλά του» β. «και αι ψυχαί τών ανόμων ως αίματος σταγόνες πέφτουν… … Dictionary of Greek